• magazine
  • about
  • blog

Σημειώσεις για μια φιλοσοφία της απεργίας


της Άντζελας Δημητρακάκη

 

Όπως είναι γνωστό, ο περίφημος επαναστατικός Μάης του ’68 υπήρξε στην πραγματικότητα μια μεγάλη απεργία. Μια γενική απεργία συνυφασμένη με, και μυθοποιημένη μέσα από, την παράλληλη φοιτητική εξέγερση. Μπορούμε να διαφωνούμε στον αιώνα των αιώνων για το αν η απεργία εκείνη –κατά πως λέγεται με έντεκα εκατομμύρια εργαζόμενους για δύο βδομάδες– ήταν επιτυχής ή όχι. Επιτυχής ή όχι, στα σίγουρα βιώθηκε και κληροδοτήθηκε ως μία μυθική στιγμή που καθόρισε το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα. Αυτό από μόνο του είναι αρκετά σημαντικό. Η ιστορία της απεργίας δεν είναι μια πληκτική αφήγηση της ιστορίας των εργασιακών σχέσεων – αντίθετα, φαίνεται να αποτελεί μέρος ιστορικών στιγμών όπου η πεζότητα των γεγονότων ανατρέπεται από την καταιγιστική ανάγκη της συμμετοχής στο μυθικό. Η σύγχρονη τέχνη φαίνεται να επιβεβαιώνει μια τέτοια υπόθεση. Γεννημένος το 1963, ο Βρετανός Τζέρεμι Ντέλερ γνώρισε τη θρυλική απεργία των βρετανών ανθρακωρύχων κατά τη δεκαετία του ’80 αρχικά μέσα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης –τηλεόραση κι εφημερίδες– πολύ πριν γίνει καλλιτέχνης. Σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα, στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, οργανώνει ένα διαδραστικό έργο που τιτλοφορείται «Η μάχη του Orgreave» (The Battle of Orgreave), με στόχο τον ιδεολογικό απεγκλωβισμό της ιστορικής αναμέτρησης των ανθρακωρύχων και της θατσερικής αστυνομίας από τη στρεβλωτική καταγραφή τους ως θεαματικό γεγονός των ΜΜΕ. Μετά από έρευνα ενός χρόνου στην κατεστραμμένη εδώ και δεκαετίες κοινότητα των ανθρακωρύχων, συγκεντρώνει τους πρωταγωνιστές μιας ημέρας πάλης και ήττας (της 17ης Ιουνίου 1984) για να αναβιώσουν τα συμβάντα: πρώην ανθρακωρύχοι, πρώην αντίπαλοι αστυνομικοί, μέλη συλλόγων που ερασιτεχνικά ανασυστήνουν αυτό που λέμε «μεγάλες μάχες του παρελθόντος» – όλοι αυτοί μαζεύονται στον τόπο του εγκλήματος, πεισμένοι (από τον καλλιτέχνη) ότι η αναβίωση της μάχης θα αποβεί θεραπευτική. Ψυχές και σώματα βγάζουν το άχτι τους μέσα από μία μορφή συμμετοχικής τέχνης που στα ελληνικά μεταφράζεται υπέροχα: παροντοποίηση. Τι είναι αυτό που παραντοποιείται, αν όχι αγώνες, ενοχές και η υποψία ότι η ιστορία του καπιταλισμού τον εικοστό αιώνα μπορεί να εκληφθεί ως μια μηχανή αθρόας παραγωγής ανεπιθύμητων παραγωγικών υποκείμενων; Tο έργο του Ντέλερ αποκτά ιδιαίτερη αίγλη στην αυγή ενός νέου καπιταλισμού όπου η πλειοψηφία των εργαζομένων είναι πιθανόν, εξαιρετικά πιθανόν, να νιώσει κάποια στιγμή περιττή.

 

Αυτή η αίσθηση ότι οι δυνατότητες του κάθε ανθρώπου να παράγει κοινωνικά και οικονομικά χρήσιμο έργο –αν θελήσουμε να δούμε την εργασία στην πρωταρχική της διάσταση– τίθενται υπό αμφισβήτηση είναι ασφαλώς ψυχολογικά συντριπτική. Και όταν η απεργία, ως προσωρινή αποχή από την παραγωγή έργου, αποτελεί πλέον τον μόνο τρόπο διαμαρτυρίας υπέρ του συλλογικού και ατομικού δικαιώματος στην εργασία, αυτό που κυρίως καταγράφεται είναι η νοσηρότητα των οικονομικών δομών της κοινωνίας όπου αυτό συμβαίνει. Η ιστορία της απεργίας επικαλύπτει την ιστορία του καπιταλισμού, καθώς χάνεται στις απαρχές της ανθρώπινης ιστορίας. Συχνά αιματηρές, απαιτώντας συχνά ακραίες θυσίες από όσους μετέχουν σε αυτές, όχι πάντα επιτυχείς αλλά ούτε πάντα ανεπιτυχείς, οι απεργίες στο σύνολό τους δομούν κυρίως μια συνεχή ιστορία αντίστασης στην αποδοχή της εκμετάλλευσης και, παραδόξως, αποτελούν πάντα παρακαταθήκη αγωνιστικής δράσης ανεξάρτητα από την έκβασή τους. Συνοψιζόμενες στο μότο «ήμασταν εκεί και παλέψαμε» παρά στο «παλέψαμε και νικήσαμε», διανοίγουν οδούς μελλοντικής δράσης, αμφισβητώντας και ενίοτε ανατρέποντας το αίσθημα έκπτωσης και περιθωριοποίησης που γεννά κατ’ επανάληψη η απαξιωτική καπιταλιστική εργασιακή λογική. Η απεργία άρα κάθε άλλο παρά αποτελεί αντικοινωνική πρακτική. Αντίθετα, η κοινωνική της συνεισφορά εκτείνεται πέρα από την αμεσότητα και τον πραγματισμό των όποιων συγκεκριμένων διεκδικήσεων σε μια σχεδόν απαράμιλλη σύζευξη του ιστορικού και του μυθικού, από την οποία μόνο οι ιδεολογικά περισσότερο καταβεβλημένες και ηττοπαθείς ομάδες εργαζομένων (συχνά οι αστυνομικοί) δύνανται να απέχουν. Στην παρούσα, εργασιακά άθλια ιστορική συγκυρία, και πέρα από συγκεκριμένους, απτούς στόχους, η απεργία αναδεικνύεται σε μία φιλοσοφία εδάφους, προτείνοντας μια πρακτική κριτική της καπιταλιστικής ρητορικής. Αν η τελευταία πείθει κυβερνήσεις ότι ο αποκλεισμός πολιτών από την εργασία είναι η μόνη λύση για το κοινωνικό καλό, η απεργία υπενθυμίζει ότι η συμμετοχή των πολιτών στην παραγωγή έργου είναι η βάση της ύπαρξης κοινωνίας κατ’ αρχήν.