του Δημήτρη Αναστασόπουλου
«Η ανάπλαση των Εξαρχείων θα ήταν ένα έργο που […] έχοντας ταυτόχρονα την πολιτική βαρύτητα και σημασία, που προσδίδει η υπέρβαση από την κρίση, τα αδιέξοδα, την υποβάθμιση, που μαστίζει το κέντρο και την πολιτική αδυναμία να μην μπορεί να αντιμετωπιστεί μια χούφτα αναρχικών και ναρκομανών, που δρουν στην Πλατεία. Ένα έργο που θα δικαίωνε στην πράξη όποιον το τολμούσε και επιτύγχανε τη μετρατροπή –επαναφορά της γειτονιάς με νέα εξωραϊσμένη μορφή– χαρακτήρα και τη σύγχρονη αποδεκτή λειτουργία. Θα αποτελούσε ένα πολιτικό μήνυμα με πολλούς αποδέκτες, ένα μοντέλο αντιμετώπισης με πολεοδομικά εργαλεία μιας κοινωνικά μη αποδεκτής κατάστασης». Αυτό είναι ένα απόσπασμα της επιστολής του τότε Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ Ευάγγελου Κουλουμπή στον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου το Μάιο του 1985. Αν στο κείμενο αντικατασταθούν τα «Εξάρχεια» από το «ιστορικό κέντρο» και οι λέξεις «χούφτα αναρχικών» από «ομάδες παράνομων μεταναστών» θα μπορούσε να ισχύει και σήμερα. Γιατί η ανάπλαση που ονειρεύονται οι κυρίαρχοι για το ιστορικό κέντρο είναι ακριβώς η «επαναφορά της γειτονιάς με νέα εξωραϊσμένη μορφή- χαρακτήρα και τη σύγχρονη αποδεκτή λειτουργία». Με άλλα λόγια άλλο ένα γκέτο διασκέδασης όπως διαμορφώνονται τριγύρω με την ταυτόχρονη εκδίωξη των «περιθωριακών - εγκληματικών στοιχείων». Το ιστορικό κέντρο όπως κατέληξαν να ονομάζονται οι γειτονιές πίσω από την Ομόνοια τη δεκαετία του ’80 δεν είχαν καμιά σημασία για το κράτος ή τους επιχειρηματίες. Πέρα από κάποιες ταβέρνες και καφενεία η υπόλοιπη περιοχή ήταν γεμάτη μπουρδέλα, μπαρ με σκυλάδικα στη διαπασών και κονσομασιόν και κάτι μαγαζιά κλεπταποδόχων. Η ανάγκη ανάπλασής του ξεκίνησε τη δεκαετία του ’90, όταν κάποιοι επιτήδειοι και διορατικοί επιχειρηματίες σκέφτηκαν να μεταφέρουν το παράδειγμα του Μανχάταν στο κέντρο της Αθήνας. Αγόρασαν πάμφθηνα μισοερειπωμένα σπίτια και εγκαταλειμμένες βιοτεχνίες και ονειρεύτηκαν να φτιάξουν λοφτ και μεζονέτες ανάμεσα σε σούσι μπαρ και ψαγμένα τζαζ στέκια. Η κατάσταση αποπροσανατολίστηκε όταν η γειτονιά του Ψυρρή αντί να γίνει σύμφωνα με τις προσδοκίες τους ένα τουριστικό αξιοθέατο -η συνέχεια της Πλάκας κατά τον Λαλιώτη- και μια ζώνη κατοικίας υψηλών εισοδημάτων κατέληξε μια Ντίσνεϊλαντ για ενήλικες που όλο και επεκτείνονταν. Και με την προσδοκία να γίνει η Αθήνα τουριστικός προορισμός για το 2004 η κατάσταση εκτροχιάστηκε πλήρως. «Ο καπιταλισμός διαμορφώνει το χώρο» σημείωναν οι Καταστασιακοί τη δεκαετία του ’60. Και είχαν δίκιο. Μόνο που στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας, ιδιαίτερα από το 2004 και μετά, ο καπιταλισμός σκόνταψε στις ίδιες του τις αντιφάσεις. Από τη μια οι επενδυτές αγόραζαν προσδοκώντας στην εξάλειψη των τελευταίων περιθωριακών και από την άλλη οι μπάτσοι έσπρωχναν όσους χαλούσαν τη βιτρίνα της πόλης στα στενά κάτω από την Ομόνοια. Παράλληλα, όλοι οι απεγνωσμένοι του Τρίτου Κόσμου, πρόσφυγες των νέων πολέμων στη Μέση Ανατολή και φυγάδες από την πεινασμένη Αφρική συσσωρεύονταν στα ίδια στενά. Η τεχνητή αύξηση της αξίας της γης που τόσο προσδοκούσαν οι επενδυτές δεν πραγματοποιούνταν. Οι νέοι κολασμένοι αποδείχθηκαν ανθεκτικότεροι από τις πεζοδρομήσεις και τα καγκελάκια. Οι τεχνοκράτες απλά δεν έχουν επαφή με τις γειτονιές τις οποίες επιθυμούν να αναπλάσουν. Γι’ αυτό, άσχετα με τη ρητορική αυτών που αυτοαποκαλούνται «νέοι κάτοικοι» και την παράξενη συμμαχία δημοτικής αρχής, μεγαλοεργολάβων και μπάτσων, η ανάπλαση του ιστορικού κέντρου δεν φαίνεται να γίνεται πραγματικότητα. Ιδιαίτερα μετά τις εξεγέρσεις στη Βόρεια Αφρική όπου οι πιο ψύχραιμοι αναλυτές εκτιμούν ότι νέα κύματα προσφύγων θα καταφύγουν στην Ευρώπη. Στο κάτω κάτω, όπως μας έμαθε η κρίση του 2008 η καπιταλιστική οικονομία έχει αυτονομηθεί σε βαθμό που κάθε επένδυση είναι υψηλού ρίσκου και βασίζεται σε αστάθμητους παράγοντες. Με άλλα λόγια η επένδυση είναι τζόγος. Και όσοι παίζουν συνήθως χάνουν. Ιδιαίτερα όταν το παιχνίδι τους είναι ένας συνδιασμός απληστίας και καταστολής.