Ο Ματέο Πασκουινέλι (matteopasquinelli.com/) είναι συγγραφέας, επιμελητής και ερευνητής στο Queen Mary University of London. Με αφορμή το βιβλίο του Animal Spirits: A Bestiary of the Commons συζητήσαμε μαζί του για τις έννοιες της ενδο-αποικιοκρατίας, των «δημιουργικών πόλεων» και του νέου παραγωγικού σαμποτάζ.
Συνέντευξη στη Δάφνη Δραγώνα και στον Ηλία Μαρμαρά
Κοντέινερ: Στη μετα-φορντική / μετα-βιομηχανική περίοδο, θεωρούμε πως δεν υπάρχει πια κάτι που να βρίσκεται «εκτός» της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, αφού κάθε πλευρά της ζωής είναι πλέον εκμεταλλεύσιμη. Σε σχέση με την πόλη το νέο αυτό δεδομένο γεννά μια νέα μορφή αποικιοκρατίας, ή καλύτερα «ενδο-αποικιοκρατίας». Όπως ο Neil Smith χαρακτηριστικά υπογραμμίζει, η πόλη μπορεί να θεωρηθεί σήμερα μία νέα μορφή «αστικής άγριας φύσης» που προσφέρεται για αποίκιση, όπως αντίστοιχα προσφέρονταν η Αφρική, η Λατινική Αμερική και η Ασία, σύμφωνα με τη δυτική αντίληψη στο παρελθόν. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι η νέα διαδικασία ενδο-αποικιοκρατίας βασίζεται στον εξευγενισμό και ποιες είναι οι νέες αστικές αντιπαλότητες που εμφανίζονται;
Ματέο Πασκουινέλι: Ο εξευγενισμός είναι σύμπτωμα της νέας διάστασης που φέρνει το «οικονομικό μίσθωμα» και η κερδοσκοπία που επηρεάζουν σήμερα την υλική και άυλη παραγωγή: κάτι που ήταν από παλαιότερα σαφές στο χρηματιστήριο, τώρα έγινε εμφανές και στην οικονομία του real estate. Ο Neil Smith εισήγαγε την έννοια των νέων αστικών συνόρων πριν από μερικά χρόνια βλέποντας στο χώρο της μητρόπολης και στην οικονομία του real estate, ένα νέο έδαφος μιας πρωτόγονης συσσώρευσης πλούτου που μπορεί και ενσωματώνει πλέον και την πολιτισμική παραγωγή και τις ίδιες τις κοινωνικές δομές. Η ενδο-αποικιοκρατία δεν είναι μόνο η οικονομική εκμετάλλευση του κάθε τετραγωνικού μέτρου αλλά και η κερδοσκοπία που βασίζεται στον ίδιο μας το βίο, δηλαδή η παραγωγή ιδεών, πολιτισμού, επικοινωνίας και κοινωνικής ζωής, η εκμετάλλευση του συνολικού κοινού πλούτου που ως τώρα παραγόταν εκτός του καπιταλιστικού συστήματος. Με απλά λόγια, μέσα στα πλαίσια μιας συνέντευξης, όπως κάποτε το κέρδος προερχόταν από το εργοστάσιο, σήμερα προέρχεται από την πόλη. Ποιες είναι οι νέες μορφές σύγκρουσης που συνδέονται με το οικονομικό μίσθωμα; Ο εξευγενισμός είναι σίγουρα μία από αυτές.
Κ: Στην εποχή της βιοπολιτικής και της ενδο-αποικιοκρατίας, γεννήθηκε και η έννοια της «δημιουργικής πόλης». Στα κείμενά σας υποστηρίζετε πως πρόκειται στην ουσία για την οικειοποίηση μιας ιδέας που εξυπηρετεί το οικονομικό κέρδος και την πρόσοδο. Μπορείτε να μας εξηγήσετε τις καταβολές αυτής της ιδέας καθώς και τις στρατηγικές εξαπάτησης που χρησιμοποιούνται και καθιστούν μια πόλη «δημιουργική»;
Μ.Π.: Η ιδέα της «δημιουργικής οικονομίας» περιγράφει περισσότερο μια μορφή βιοπολιτικής διακυβέρνησης παρά ένα οικονομικό σύστημα. (Δεν είναι ξεκάθαρο εξάλλου ποιος τελικά ωφελείται. Οι δημιουργικοί εργάτες; Πολύ αμφιβάλλω.) Η εικόνα των «δημιουργικών πόλεων» χαρακτηρίζεται από τις λαμπερές διαφημιστικές εκστρατείες που καλύπτουν και παραλλάσσουν τον γνωσιακό καπιταλισμό της πόλης. Πρόκειται για μια συγκεκριμένη μορφή καπιταλισμού. Η πολιτισμική παραγωγή και το κοινωνικό κεφάλαιο χρησιμοποιούνται για να αυξήσουν το ενδιαφέρον των τοπικών επενδυτών και να τραβήξουν περισσότερους πελάτες. Να μην ξεχνάμε επίσης και τις περίφημες «δημιουργικές βιομηχανίες», μια διαφορετική έννοια που αφορά τη μη εστιασμένη τοπικά οικονομία, η οποία αναφέρεται κυρίως στην άυλη παραγωγή και τα έσοδα που προκύπτουν από την πνευματική ιδιοκτησία (π.χ. πνευματικά δικαιώματα, πατέντες κ.λπ.). Παρ’ όλ’ αυτά αντί να παραπονιόμαστε ηθικολογώντας διαρκώς περί της αποξένωσης που επιφέρουν οι «δημιουργικές βιομηχανίες», καλύτερα να εντοπίσουμε τους άξονες της παραγωγής και της συσσώρευσης αξίας. Αν η δημιουργική πόλη είναι στην ουσία ένας νέος θεσμός βιοπολιτικής διακυβέρνησης που εκπροσωπεί τη θεσμοποίηση κάποιων «πλασματικών κοινών αγαθών», τότε σαν απάντηση σε αυτό νέοι θεσμοί για τα πραγματικά κοινά πρέπει να επινοηθούν και να θεμελιωθούν.
Κ: Φαίνεται επίσης να πιστεύετε ότι το πλήθος, οι κάτοικοι των αμφιλεγόμενων δημιουργικών πόλεων, συχνά συνεισφέρουν στη διαδικασία εξευγενισμού. Συγκεκριμένα ισχυρίζεστε πως ο εξευγενισμός βασίζεται σε ένα συλλογικό πιστεύω που το ενδυναμώνουν ακτιβιστές, καλλιτέχνες και κάτοικοι που αντιστέκονται. Ποιοι μηχανισμοί λειτουργούν για τη διαμόρφωση του συγχρόνου εξευγενισμού και ποιοι είναι πραγματικά οι εξευγενιστές; Σαν απάντηση στην αποτυχία των τακτικών αντι-εξευγενισμού προτείνετε μάλιστα το σαμποτάζ. Μια αντίσταση που δεν στηρίζεται σε μια μη δημιουργική και μη παραγωγική αντιμετώπιση αλλά σε μια θετική και παραγωγική διαδικασία. Είναι εφικτό αυτό; Θα μπορούσατε να μας δώσετε κάποια παραδείγματα από τη σύγχρονη πραγματικότητα;
Μ.Π: Υπάρχει μια κατηγορία βιοπολιτικών εννοιών όπως η χρηματοπιστωτική παραγωγή, ο εξευγενισμός και η εργασιακή επισφάλεια που σχετίζονται με τις νέες εντατικές γραμμές συγκρούσεων οι οποίες διατρέχουν τα εκτεταμένα πια πεδία σύγκρουσης του παρελθόντος. Αλλά εδώ οι έννοιες της ενδο-αποικιοκρατίας και της βιοπολιτικής εκφράζουν την πορεία ενός αδιέξοδου. Αυτό είναι το πρόβλημα και το δράμα όλης της πολιτικής ανάλυσης που αφορά στη βιοπολιτική. Πώς μπορείς να επαναστατήσεις απέναντι στην ίδια σου τη ζωή, τις επιθυμίες σου και την ανάγκη σου για επικοινωνία, για κοινωνικοποίηση; Όλα αυτά πλέον παράγουν αξία. Πώς μπορείς να σαμποτάρεις τη ζωή σου; Αυτό ακούγεται γελοίο. Έτσι, δεν είναι έκπληξη το γεγονός ότι η απάντηση στις ανώνυμες μορφές που έχει η οικονομική κρίση και η μητροπολιτική εκμετάλλευση της εργασίας είναι το σαμποτάζ και οι ταραχές. Πώς να απαντήσει κανείς πολιτικά στις ανώνυμες μορφές του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και των εταιρειών; Όταν οι εντολές είναι απρόσωπες, γίνεται αντιληπτό ότι και η αντίσταση σε αυτές παίρνει πιο απεγνωσμένη και ανοργάνωτη μορφή. Η βιοπολιτική, ο εξευγενισμός, η χρηματοπιστωτική οικονομία συνθέτουν τελικά αυτό το απρόσωπο διαρκές γίγνεσθαι της εξουσίας, όπου η διαθετικότητα των δομών (dispositif) της διακυβέρνησης αντικαθιστά τους θεσμούς της κρατικής εξουσίας. To θέμα έγκειται στο τυπικό αδιέξοδο των μεταμοντέρνων κατηγοριοποιήσεων. Ο λόγος που πολλοί ακτιβιστές προτιμούν να εστιάζουν τις διαμαρτυρίες τους σε παραδοσιακά θέματα (γύρω από τις τοπικές κυβερνήσεις, τα περιβαλλοντικά ζητήματα, το φασισμό) είναι γιατί είναι πολύ δύσκολο να αναγνωρίσουν και να αντιταχθούν στις νέες μορφές προσόδου, κερδοσκοπίας και διακυβέρνησης. Πώς να αντιδράσει κανείς ενάντια στον εξευγενισμό για παράδειγμα; Στο Βερολίνο, προσπαθούν να αναπτύξουν τακτικές σαμποτάζ κατά του «συμβολικού κεφαλαίου» που τελικά στρέφονται «κατά του οικονομικού μισθώματος». Πρακτικά, προσπαθούν να κάνουν κάποιες περιοχές λιγότερο θελκτικές για τη μεσαία τάξη, λιγότερο ενδιαφέρουσες για τους χίπστερς και για αυτούς που δεν έχουν πολιτική συνείδηση. Πιάνει; Το πρόβλημα του γνωσιακού καπιταλισμού είναι πως αφότου το συμβολικό κεφάλαιο συσσωρευτεί, χρειάζεται κάποιο διάστημα να απο-συσσωρευτεί καθώς είναι άυλο και διανέμεται στην παγκόσμια σφαίρα των μίντια. Ο άλλος τρόπος αντίστασης στο «πλασματικό κοινό» των δημιουργικών πόλεων και των μοδάτων περιοχών είναι η παραγωγή νέων θεσμών για τα κοινά αγαθά, η ίδρυση νέων τοπικών συμβουλίων, δηλαδή η ύπαρξη μιας ορατής και όχι ανώνυμης παρουσίας πάνω στην περιοχή.
Κ: Από τον περασμένο Μάιο, η Ελλάδα είναι υπό τον έλεγχο του ΔΝΤ, αποτελώντας ένα πείραμα για την υπόλοιπη Ευρωζώνη. Την ίδια στιγμή το ιστορικό κέντρο της Αθήνας βρίσκεται σε μια πλήρη διαδικασία εξευγενισμού. Σύμπτωση ή συγκεκριμένη στρατηγική στη συγκεκριμένη στιγμή; Ένα εξευγενισμός υπό κατοχή και υπό πίεση; Ποια είναι η γνώμη σας;
Μ.Π: Έχω βρεθεί στην Αθήνα μόνο μία φορά οπότε δεν γνωρίζω πολύ καλά το γενικότερο πλαίσιο αυτών των εξελίξεων. Συνήθως ο εξευγενισμός συμβαίνει σε περιόδους επέκτασης της επιχειρηματικότητας. Παρ’όλ’ αυτά ο δυτικός καπιταλισμός είναι απελπισμένος, τείνει προς ένα νεοφεουδαρχικό στάδιο κι έτσι ας μη μας κάνει εντύπωση αν δούμε την ανάπτυξη μιας real estate κερδοσκοπίας σε καιρούς ύφεσης. Ο εξευγενισμός όμως δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να συγχέεται με την απλή εργολαβική κερδοσκοπία. Είναι κάτι που αφορά τη σχέση του υλικού κέρδους (οικονομικό μίσθωμα) και ταυτόχρονα την άυλη παραγωγή (τον πολιτισμό, το συμβολικό κεφάλαιο, κ.λπ.).