του Δημήτρη Δαλδάκη
Ελεύθεροι στην άγρια φύση. Άγριοι. Αδάμαστοι. Δεν δέχονται καβαλάρηδες στην πλάτη τους. Είναι ωμοί, είναι απότομοι, είναι ευθείς. Είναι τραχείς, είναι επικίνδυνοι, είναι βασικοί. Βοσκή, αναπαραγωγή και ρέμβη. Γνωρίζουν ένα θάνατο σκληρό που δεν προκαλεί θλίψη, οργή ή αδικία. Αναγκαίες μάχες, ρυθμισμένες με το ρολόι που ορίζει και τις καταιγίδες. Προστατεύουν τα μικρά τους, σέβονται τους μεγαλύτερους, τους ξεχνούν. Λειτουργούν ανεξάρτητοι. Ανοίγονται με άγνοια στην επιβίωσή τους και πολλοί απ’ αυτούς χάνονται με το πρώτο πέταγμα. Οι πιο τυχεροί, οι πιο δυνατοί συνεχίζουν το είδος.
Στήνουν μεγάλες τέντες και αιχμαλωτίζουν. Δένουν με αλυσίδες και δαμάζουν. Φτιάχνουν σκηνές και ανάβουν φωτιές. Με μαστίγια στα χέρια και πιστόλια δίνουν εντολές. Κόβουν εισιτήρια και ράβουν βαθιές τσέπες. Σκοτώνουν ό,τι χρειάζεται για να ξεχειλώσει το στομάχι τους. Η ζωή τους βαρετή. Εγκλεισμός, διχασμός και απόγνωση. Καμία αναμέτρηση, κανένα ρίσκο. Με το πρώτο νεύμα πυροβολισμός.
Σκλάβοι στη μεγάλη τέντα. Σιωπηλοί. Δαμασμένοι. Κάθε πρωί σκύβουν στα τέσσερα και περιμένουν τον αναβάτη τους. Ιδρώνουν και ξεχνούν. Φτιάχνουν τα καθίσματα, στήνουν τα φώτα, ράβουν τα κοστούμια. Ναι, αφέντη. Ναι, αφέντη. Ανοίγουν τα σκέλια, σχεδόν νεκροί. Δέχονται τα ξένα σπέρματα και γεννούν διασταυρώσεις. Το κοινό χειροκροτεί. Οι δυσμορφίες μπαίνουν στη βιτρίνα. Ένας μεγάλος κουμπαράς μαζεύει τα βαριά, ματωμένα κέρματα. Μπαίνουν στο κλουβί τους, ξεκουράζονται, ξεχνούν την πείνα –τη ζωή– τη δίψα. Έξω από τα κάγκελα τούς πετούν τα χοντροκόκαλα και τους κουβάδες με τη λάσπη.
Η ζωή κυλάει ήρεμα. Η μεγάλη τέντα είναι σταθερή, χρωματιστή, χαρούμενη. Πολύχρωμα σημαιάκια δείχνουν το δρόμο για το θέαμα. Η σκηνή συντηρείται με επιτυχία. Όλο και πιο επιβλητική, όλο και πιο ψεύτικη. Αποστειρώνεται. Σηκώνει όλο και περισσότερα δοκιμαστικά κρεβάτια. Τα βράδια η προσέλευση είναι πρωτοφανής. Τα χειροκροτήματα βουίζουν για μέρες στο αυτί του χρόνου, του πόνου, του θανάτου. Η εκπαίδευση πάει πολύ καλά. Έχουμε παραγωγούς, έχουμε διαφημιστές, έχουμε καλλιτέχνες. Έχουμε λογιστές, έχουμε σοφούς, έχουμε κλέφτες. Τα κελιά γίνονται μικρότερα, τα σίδερα πιο χοντρά, τα κόκαλα τελειώνουν, η λάσπη πιο πηχτή. Ψόφια κορμιά δίπλα σε φρέσκους, ανίδεους ετοιμοθάνατους.
Πότε φωνή, πότε αντίδραση, πότε κατάθλιψη. Πότε θρησκεία, πότε τσιγάρο και πότε δίαιτα. Φυλακισμένοι που βρυχώνται, που επιτίθενται, που σκοτώνουν. Και γίνονται περισσότερα τα κελιά, εντατικότερη η εκπαίδευση, ταχύτερο το μαστίγιο. Μέχρι που κλείνουν τα στόματα των δαμασμένων και το θέαμα συνεχίζει ηχηρό, πανηγυρικό. Οι δαμασμένοι που αποδρούν ελάχιστοι. Ο δρόμος μακρύς για την έξω –πρώτη– άγρια φύση. Ηλεκτροφόρα