του Άκη Γαβριηλίδη
H αρρενωπότητα στα όρια της αυτοπαρωδίας.
Τι είδους εσώρουχα φοράει άραγε ο Παναγιώτης Ψωμιάδης; Το ερώτημα, υπό άλλες συνθήκες, δεν θα έπρεπε να απασχολεί κανέναν. Εδώ, όμως, αυτός που το εισάγει στον δημόσιο λόγο και το καθιστά επίδικο πολιτικό ζήτημα είναι ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος: μετά την πρόσφατη καταδίκη του, αλλά και πριν απ’ αυτήν, ο περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας δήλωσε επανειλημμένα ότι «δεν φοράει στριγκάκια»1. Γιατί είναι σημαντικό να μας ανακοινωθεί μια ενδυματολογική συνήθεια; Προφανώς, με βάση την «πολιτισμική οικειότητα» της ελληνικής κοινωνίας και γλώσσας, ο ακροατής αναμένεται να μεθερμηνεύσει τη δήλωση αυτή ως: «εγώ δεν είμαι πούστης». Έστω: και γιατί ενδιαφέρει το κοινό αν ένας πολιτικός έχει αυτόν ή τον άλλο σεξουαλικό προσανατολισμό; Διότι, στον κώδικα νοημάτων και αξιών που ο Ψωμιάδης (ελπίζει ότι) μοιράζεται με τους αποδέκτες της δήλωσης, «πούστης» σημαίνει ανέντιμος, υποκριτής, κρυψίνους, αυτός που «άλλα λέει και άλλα κάνει».
Αυτός ο κώδικας λοιπόν είναι κατ’ αρχήν ο σεξισμός και η ομοφοβία. Η οποία φυσικά λειτουργεί ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία, εφόσον παράγει επιτελεστικά η ίδια, αυτό για το οποίο κατηγορεί τους γκέι. Οι τελευταίοι συχνά πράγματι κρύβονταν, ή και κρύβονται ακόμα, αλλά αν δεν υπήρχε, ακριβώς, η ομοφοβία, δεν θα υπήρχε και κανένας λόγος να κρύβονται.
Το ζήτημα όμως δεν είναι μόνο αυτό. Ο Ψωμιάδης, διακηρύσσοντας «είμαι άντρας», θέλει να αποδώσει στον εαυτό του ιδιότητες όπως η ευθύτητα, η παρρησία, η εντιμότητα. Ωστόσο, πόσο έντιμος μπορεί να θεωρηθεί όποιος παραβαίνει το καθήκον του και αρνείται να το παραδεχτεί; Το «αντριλίκι» υποτίθεται ότι περιλαμβάνει και τη λογοδοσία, άρα την παραδοχή τυχόν λαθών. Πόσο διαθέτει κάτι τέτοιο κάποιος που κρίνεται ένοχος δύο φορές και παρ’ όλα αυτά κρύβεται πίσω από νομικίστικα τερτίπια προσπαθώντας να παραμείνει στην καρέκλα του2; Όποιος θέλει να μην υφίσταται κόστος, να μην πληρώνει τις συνέπειες όσων κάνει, μάλλον στην κατηγορία του «τζάμπα μάγκα» αξίζει να καταταγεί – ούτε καν του φραπεδόμαγκα. Ακόμα περισσότερο όποιος ψεύδεται3.
Αυτή η αναντιστοιχία, το γεγονός ότι η συμπεριφορά κάποιου δεν παράγεται αποκλειστικά από τον κώδικα αξιών τον οποίο ρητά επικαλείται, μαρτυρεί ότι ο κώδικας αυτός έχει ένα άρρητο συμπλήρωμα, ένα subtext. Οι διαδοχικές επιτελέσεις του Ψωμιάδη στα τηλεοπτικά κανάλια, με τις οποίες προσπάθησε να κερδίσει τη συμπάθεια του κοινού, υπάκουαν και σε έναν άλλο κώδικα: τον κώδικα του κοινωνικού μελοδράματος της δεκαετίας του ’60. Ο κώδικας αυτός είχε καθορίσει την οικοδόμηση των σχέσεων εκπροσώπησης του Ψωμιάδη με την εκλογική –και επιχειρηματική– πελατεία του, σχεδόν εξίσου όσο και η εργαλειοποίηση της ποντιακής καταγωγής του. Ήταν φυσικό να προσφύγει ξανά σε αυτόν για να εμποδίσει την πτώση του: προ ετών, όταν κατηγορήθηκε ότι είχε χτίσει αυθαίρετο, δικαιολογήθηκε λέγοντας ότι «το έκανε για την άστεγη μάνα του».
Τώρα που χάρισε σε έμπορο καυσίμων πρόστιμα 93.000 ευρώ για συστηματική νοθεία, επικαλέστηκε ότι ήταν «πράξη φιλανθρωπίας προς έναν ετοιμοθάνατο» και ότι «ακολούθησε τη συμβολή της νομικής υπηρεσίας επειδή δεν ξέρει γράμματα, οι γονείς του δεν είχαν λεφτά να τον σπουδάσουν»4. Η αφήγηση αυτή του «έντιμου λαϊκού άντρα», του «αυτοδημιούργητου χειρώνακτα» που ακολουθεί τους κώδικες της πιάτσας, είναι «αγνός» σε σχέση με την εκζήτηση των μορφωμένων ή/και των πλουσίων (που είναι διεφθαρμένοι, σαν να λέμε αδερφές), αλλά διώκεται αδίκως, πατάει σε ένα μοντέλο το οποίο κατεξοχήν υπηρέτησαν ο Νίκος Ξανθόπουλος και ο Στέλιος Καζαντζίδης. Που επίσης είναι και οι δύο Πόντιοι. Όπως και ο ευνοημένος βενζινοπώλης Καραγιαννίδης.
Η ποντιακή (υπο)κουλτούρα αποτελεί ένα εξαιρετικά ιδιαίτερο και ενδιαφέρον φαινόμενο, το οποίο δεν έχει επαρκώς μελετηθεί. Κάποιες σκέψεις προσπάθησα να εκθέσω σχετικά στο παρελθόν5. Από την άποψη που μας ενδιαφέρει εδώ, η κουλτούρα αυτή επίσης θεωρείται ταυτισμένη με την αρρενωπότητα, την αυστηρότητα και την καρτερία. Ωστόσο, αυτή η (με παραδοσιακούς όρους «θηλυπρεπής») υπόδυση του αθώου θύματος που αποσκοπεί να κερδίσει τον οίκτο, δεν είναι κάτι ξένο προς τη συγκρότηση της ποντιακής υποκειμενικότητας τον 20ό αιώνα στην Ελλάδα. Η οποία οργανώθηκε πάνω σε μια διφυή επιτέλεση ανάλογη με αυτή που σήμερα αποδίδει, προσβλητικά, στους «πούστηδες»: στον δημόσιο χώρο, συμμόρφωση προς την κανονιστική ελληνικότητα, στον ιδιωτικό, εμμονή στην ποντιακότητα – πάντα με προσοχή να μην προκαλέσουμε. Ίσως λοιπόν ο Ψωμιάδης να μη «φοράει στριγκάκια»· επιδίδεται όμως σε μια επιχείρηση γοητείας η οποία, ως κοινωνική ποιητική, ενέχει ένα παιχνίδι με τις ταυτότητες και μια υπονόμευσή τους, που φτάνει στα όρια της αυτοπαρωδίας. Ως τέτοια, άθελά της είναι πιο queer από την πρακτική των περισσότερων ομοφυλοφίλων.
1 «Ψωμιάδης: “Δεν είμαι φραπεδόμαγκας, δεν φοράω στριγκάκια”», http://news247.gr/ellada/politiki/kaneis_den_mporei_na_me_fimwsei_dhlwnei_se_prwinh_ekpomph.837950.html 2 «Η πλευρά του περιφερειάρχη υποστηρίζει πως το αδίκημα τελέστηκε κατά τη διάρκεια θητείας του σε άλλη θέση (του νομάρχη), επομένως δεν επηρεάζει το σημερινό του αξίωμα» (Μακεδονία 05/04/2011). 3 Όπως κάνει ο Ψωμιάδης, σύμφωνα με δημοσιεύματα δύο τουλάχιστον εφημερίδων: «Τον έκαψε το ρουσφέτι στον “κολλητό”», Έθνος 17/04/2011· «Τι αποκρύπτει ο Παναγιώτης Ψωμιάδης», Μακεδονία 18/04/2011, http://www.makthes.gr/news/politics/72287/. 4 Βλ. Μακεδονία, ό.π. 5 Βλ. «Εμείς οι έποικοι», http://wp.me/p1eY1R-30