_Αλέξανδρος Καρδασιάδης, δικηγόρος
Το δικαίωμα στη διαδήλωση συνιστά το πέρασμα από την ατομική κριτική στην από κοινού άσκηση ελέγχου και από τη θεσμοθετημένη αντιπολίτευση στην άμεση δημόσια διαμαρτυρία, αμφισβητώντας την αποκλειστικότητα εκπροσώπησης για τις κοινές υποθέσεις. Καθόλου περίεργο λοιπόν που η εξουσία το αντιμετωπίζει πάντα με καχυποψία. Εξ ου και τα προληπτικά μέτρα τάξης που αναγνωρίζει το δικαίωμα στον εαυτό της να παίρνει, τα οποία συνίστανται θεωρητικώς στην διακριτική, ενίοτε όμως στην ασφυκτική επιτήρηση της διαδήλωσης, για όποιον φυσικά καταφέρει να πάει και δεν πέσει θύμα απαγωγής, συγγνώμη, προληπτικής προσαγωγής ήθελα να πω.
Υπάρχει άραγε κάποιο όριο νομιμότητας στα προληπτικά μέτρα τάξης της αστυνομίας στα πλαίσια μίας διαδήλωσης; Το ερώτημα αυτό κλήθηκε να απαντήσει η υπ’ αριθμ. 22245/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με αφορμή τη σύλληψη δύο διαδηλωτών οι οποίοι κατηγορήθηκαν για «στάση», κατά τη διάρκεια των μαζικών αντιπολεμικών διαδηλώσεων του 2003. Με το αδίκημα της «στάσης» κατηγορείται όποιος συμμετέχει σε δημόσια συνάθροιση πλήθους που με ενωμένες δυνάμεις μεταχειρίζεται βία ή απειλή βίας για να εξαναγκάσει κάποια αρχή να ενεργήσει πράξη που ανάγεται στα καθήκοντά της ή να παραλείψει νόμιμη πράξη (π. χ. σύλληψη διαδηλωτή, ή εφαρμογή νομίμων μέτρων τάξης, διάλυσης μιας διαδήλωσης ή σωματικού ελέγχου και έρευνας στα σακίδια των διαδηλωτών). Η παραπάνω απόφαση διευκρίνισε ότι για τη διάπραξη του αδικήματος της στάσης απαιτείται α) η χρήση βίας ή απειλή βίας και όχι η παθητική αντίσταση των διαδηλωτών, και β) ότι απαιτείται όχι μόνο η τυπική νομιμότητα των συγκεκριμένων πράξεων των κρατικών οργάνων (ότι δηλαδή κάποια μέτρα τάξης προβλέπονται από τη νομοθεσία) αλλά και η ουσιαστική νομιμότητα αυτών, «που… επί υλικών πράξεων διοικητικού καταναγκασμού, συναρτάται (ενν. η νομιμότητα) με το είδος των μέσων, την αναγκαιότητα και την έκταση της χρήσης αυτών, ώστε όταν αφορούν περιορισμούς των δικαιωμάτων του ανθρώπου… να ανταποκρίνονται στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας». Συγκεκριμένα δέχτηκε η παραπάνω απόφαση ότι, ενώ η παρουσία της αστυνομίας στη συγκεκριμένη διαδήλωση αρχικά ήταν «διακριτική», καθώς οι αστυνομικές δυνάμεις παρακολουθούσαν την κίνηση αυτών σε ενδεδειγμένη απόσταση, στη συνέχεια επιχείρησαν να εισέλθουν επί του οδοστρώματος περιορίζοντας έτσι το εύρος του σώματος της πορείας και ερχόμενοι ουσιαστικά σε επαφή με τους διαδηλωτές, χωρίς να αποδεικνύεται ότι η συγκεκριμένη ενέργεια υπαγορεύτηκε από εκδήλωση ή έστω απειλή διάπραξης έκνομων ενεργειών. Κατόπιν τούτων οι ευρισκόμενοι στην απόληξη της πορείας διαδηλωτές, μεταξύ των οποίων και οι κατηγορούμενοι, σχημάτισαν διά της ενώσεως των χειρών τους «αλυσίδα» που κατέληγε στα κιγκλιδώματα των πεζοδρομίων, με σκοπό αφενός μεν την αυτοπροστασία τους, αφετέρου δε την αποτροπή τυχόν οξύνσεως και τη διατήρηση της εύθραυστης ισορροπίας με τους αστυνομικούς, οι οποίοι όμως με τη χρήση δακρυγόνων διείσδυσαν συμπλεκόμενοι με τους αντιδρώντες.
Ωστόσο η προπεριγραφείσα ενέργεια των διαδηλωτών, ως μη έχουσα στοιχεία βίας ή απειλής βίας δεν συνιστά το αδίκημα της αντίστασης, ενώ ως μορφή «παθητικής αντίστασης» έναντι ενός τυπικά νόμιμου πλην όμως μη αναγκαίου προς διασφάλιση της τάξεως, υπερβολικού –εν όψει της δυνατότητας αποτροπής κάθε κινδύνου για τη δημόσια ασφάλεια με τα μέχρι τότε ακολουθούμενα ηπιότερα μέτρα– και άρα μη ανταποκρινόμενου στην αρχή της αναλογίας μέτρου της αστυνομίας, δεν στοιχειοθετεί το αδίκημα της στάσης.
Σταράτες νομικές κουβέντες από ένα δικαστήριο που με παρρησία στάθμισε τα δύο έννομα αγαθά (το δικαίωμα στην ελεύθερη από μη αναγκαίους περιορισμούς διαδήλωση και την επαπειλούμενη δημόσια τάξη), και απέδωσε δικαιοσύνη, δικαιώνοντας τους διαδηλωτές και όχι τους –εσχάτως επονομαζόμενους– «προστάτες τους».